-
1 εικόνισμα
εικόνισμα τοикона, образ:άγιο / θαυματουργό εικόνισμα — святая / чудотворная икона;
προσκυνώ το εικόνισμα — поклоняться иконе;
φιλώ το εικόνισμα — целовать икону;
1 εικόνισμα
άγιο / θαυματουργό εικόνισμα — святая / чудотворная икона;
προσκυνώ το εικόνισμα — поклоняться иконе;
φιλώ το εικόνισμα — целовать икону;